- τέθριππος
- Αυτός που σύρεται από 4 άλογα (ίππους). Το τέθριππο άρμα είχε 2 μεσαία άλογα, που τα έλεγαν ζυγίους, και 2 ακραία, τους σειραίους ή σειροφόρους ή παρηόρους. Το χρησιμοποιούσαν ιδίως στις αρματοδρομίες της Ολυμπίας. Αρχικά τα άλογα ήταν κανονικά, από το 384 π.Χ. όμως, καθιερώθηκαν και αρματοδρομίες με νεαρά άλογα (πώλους). Το μήκος της διαδρομής για τα κανονικά άλογα ήταν περίπου 13 χλμ., και για τους πώλους γύρω στα 9 χλμ.
Παράσταση τεθρίππου σε αρχαίο αγγείο.
* * *-ο / τέθριππος, -ον, ΝΜΑ, και τετράϊππος, -ον ΜΑ1. (για όχημα) αυτός που σύρεται από τέσσερα άλογα (α. «τέθριππο άρμα» β. «τέθριππος ὄχος», Ευρ.)2. το ουδ. ως ουσ. το τέθριππο(ν)(στην αρχαιότητα) άρμα συρόμενο από τέσσερα άλογα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στις αρματοδρομίες, σε πομπές ή σε εορταστικές εκδηλώσεις (α. «τέθριππον πωλικόν», Φώτ.β. «τεθρίπποις τε και κέλησι», Πλάτ.γ. «τεθριππά θ' οἵ ζεύγνυσθε καὶ μονάμπυκας πώλους», Ευρ.)αρχ.φρ. α) «τέθριππον ἡλίου σέλας» — ο Ήλιος (Ευρ.)β) «τέθριπποι ἅμιλλαι» — η αρματοδρομία (Ευρ.)γ) «τέθριππον ἵππων» — τα τέσσερα άλογα τού τέθριππου άρματος (Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + ἵππος (πρβλ. εξά-ϊππος). Ο τ. τέθριππος με τροπή του κλειστού -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ.].
Dictionary of Greek. 2013.